παπυρώδης

παπυρώδης
παπυρώδης
like papyrus
masc/fem acc pl (attic epic doric)
παπυρώδης
like papyrus
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
παπυρώδης
like papyrus
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παπυρώδης — ῶδες, ΝΑ [πάπυρος] αυτός που μοιάζει με πάπυρο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια τού λαβυρίνθου τού ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα τής κόγχης τού οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • παπυρῶδες — παπυρώδης like papyrus masc/fem voc sg παπυρώδης like papyrus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ՊՐՏՈՒԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 2 0667 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա. ՊՐՏՈՒԵԱՅ, տուէի, էք, էից կամ տուեայք, եայց. եւ ՊՐՏՈՒԵՂԷՆ. πάπυρος, παπυρώδης papyraceus. Գրի եւ ՊՐՏՈՒԵԱՆ. Որ ինչ է ʼի պրտուոյ հիւսեալ կամ շինեալ. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”